νεβριδοπεπλος

νεβριδοπεπλος
    νεβριδόπεπλος
    νεβρῐδό-πεπλος
    2
    одетый в оленью шкуру
    

(Βάκχος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νεβριδοπεπλος" в других словарях:

  • νεβριδόπεπλος — νεβριδόπεπλος, ον (Α) (για τον Βάκχο και τους βακχεύοντες) αυτός που φορά νεβρίδα, δέρμα νεβρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρίς, ίδoς «δέρμα μικρού ελαφιού» + πέπλος (πρβλ. ιό πεπλος, λινό πεπλος)] …   Dictionary of Greek

  • νεβριδόπεπλον — νεβριδόπεπλος clad in fawnskin masc/fem acc sg νεβριδόπεπλος clad in fawnskin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβριδόστολος — νεβριδόστολος, ον (Α) νεβριδόπεπλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρίς, ίδος «δέρμα μικρού ελαφιού» + στολος (< στολή) πρβλ. λινό στολος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»